- ἀκατάληκτος
- ἀκατάληκτοςincessantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάληκτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταλήγει, δε φτάνει σε τέρμα: Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης είναι ακατάληκτος. 2. (γραμμ.), «ονόματα ακατάληκτα» λέγονται αυτά που σε ορισμένες πτώσεις δεν έχουν κατάληξη: Τα ουδέτερα τριτόκλιτα στην ονομαστ., αιτ. και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάληκτος — η, ο (Α ἀκατάληκτος, ον) και ακατάληχτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος 2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα τής γ κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα,… … Dictionary of Greek
ἀκαταλήκτως — ἀκατάληκτος incessant adverbial ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληκτον — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc sg ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτοις — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτου — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτους — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτων — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτῳ — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληκτα — ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)